σπεδίζω

σπεδίζω
μετ. связывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σπεδίζω" в других словарях:

  • σπεδίζω — Ν δένω, δεσμεύω …   Dictionary of Greek

  • ασπέδιστος — η, ο [σπεδίζω] 1. (για άλογα) εκείνος που δεν του έβαλαν λουριά στα πόδια («ασπέδιστο πουλάρι») 2. (για ανθρώπους) α) αυτός που δεν ανέχεται περιορισμούς β) όποιος δεν σπεύδει ή δεν βιάζεται να κάνει κάτι 3. (για νερό) εκείνος που δεν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»